20 Ιαν 2007

Φτωχος ο ερωτας των επετειων - πριν

Aυτό που τράβηξε το βλέμμα του πάνω της όταν την είδε για πρώτη φορά σε εκείνο το μοδάτο club ήταν οι αλαζονικοί γοφοί της και η αυτοπεποίθηση με την οποία τους επιδείκνυε. Εκείνα τα χρόνια όλοι έπαιρναν τους δρόμους χωρίς καμία προκατάληψη βάζοντας στην μπάντα τα κριτήρια της μόδας. Ως τέτοιος δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκεται στο hot spot της πόλης -ήταν καθαρά θέμα τύχης. Η αδύνατη σιλουέτα μιας άγνωστης με αναμφισβήτητες χορευτικές ικανότητες, τα λαμπερά μακριά μαλλιά της, τα μακριά της δάχτυλα, το μελίχρυσο χρώμα της επιδερμίδας, κάτι από όλα αυτά ή όλα μαζί φούσκωναν το στέρνο του βλέποντάς την. Ήταν κάτι που είχε καιρό να νιώσει ή, αν θέλετε, ήταν κάτι που είχε ανάγκη να νιώσει.

Αυτή η τύχη -μοίρα για κάποιους άλλους- τον είχε παραλύσει ώσπου ήρθε αυτή και τον ρώτησε κάτι που δεν έχει πια καμιά σημασία. Ο έρωτας όμως είναι μια επικίνδυνη παγίδα, χειρότερη από την αδράνεια όπως τουλάχιστον νόμιζε ως τότε.

Σε αυτές τις περιπτώσεις τα βλέμματα δημιουργούν έναν χώρο που φτάνει μόνο για δύο. Ξέρετε. Όταν πια είχαν ανταλλάξει τις πρώτες λέξεις γνωριμίας και πολλά τέτοια βλέμματα, άρχισαν να διακρίνονται οι λέξεις που α υ τ ή άφηνε να πλανηθούν στον χώρο, τον δικό τους χώρο, αυτόν που είχε δημιουργήσει μια αναμφισβήτητη έλξη, ο μαγνητισμός των βλεμμάτων, ο ενθουσιασμός δύο ανθρώπων που αρχίζουν να ελπίζουν ότι ίσως και να βρήκαν -σ’ αυτόν τον άγνωστο του πάρτι- λίγο από τον εαυτό που έχουν χάσει εδώ και καιρό.

Με τη μυρωδιά της να γεμίζει τον αέρα, άρχισε να του μιλάει για όλους τους άντρες που περνούσαν ή είχαν περάσει από τη ζωή της, χρησιμοποιώντας αυτόν τον χυδαίο τρόπο για να του δείξει την επιφυλακτικότητά της απέναντι σ’ αυτό που αργότερα θα ονόμαζε "μοιραίο". Το ακαταμάχητο μυστικό μιας μοναχικής γυναίκας. Του μιλούσε για το αδιαπραγμάτευτο της ανεξαρτησίας της, για την κακή της τύχη, για τις μοναχικές καταιγίδες του χειμώνα, για τις σχέσεις της και την προσωπική της υπερηφάνεια και άλλες λέξεις, λέξεις, λέξεις. Λέξεις που χτύπαγαν στην συγκαταβατικότητα ενός κουφού κεραυνοβολημένου και πέθαιναν λόγω υψηλής τάσης. Από εκείνη τη στιγμή έως και αργότερα στο σπίτι της, αυτός, προτιμούσε να μυρίζει αυτή την αποδιοργανωτική μυρωδιά που γέμιζε τον αέρα, παρά να προσέχει τις λέξεις. Οι λέξεις ήταν οι μαύρες κάργιες που τον τύλιγαν και να τον διαιρούσαν στα κουτάκια του μυαλού του, αυτό που ονομάζεται ορθολογισμός και συνεπώς φόβος.

Ερωτευμένος.
Μια από τις μεγάλες λέξεις που χρησιμοποιούνταν απερίσκεπτα εκείνο τον καιρό της πρώτης γνωριμίας. Η λέξη με την πιο επιπόλαια δημοσιότητα, το όνειρο που περιμένει, οι άνθρωποι που επιμένουν, μια αυτοαναφορική κατάσταση, η ενστικτώδικη τάση για παραφορά ή κατρακύλα.

"Τα έχω με ένα παιδί. Τον λένε Τάδε" του είπε μετά από μερικές μέρες.
Παύση.
Μεγάλη παύση.

"Έχουμε επέτειο σήμερα" συμπλήρωσε.
Και αρχίσε να μιλάει ξανά, μέχρι που της τελείωσε ο αέρας.

Κοιτάζονται πονηρά. Του χαμογελάει, βάζουν τα γέλια.
Η κατάληξη ενός ακατανόητου μονολόγου που δεν οδηγεί πουθενά εκτός ίσως προς μια ομολογία πάθους κατά την οποία τα φώτα χαμηλώνουν και τα σώματα κινούνται προς το στρώμα των μυστικών ήχων.

Ξάπλωσαν και άρχισαν να γράφουν μια από τις ομορφότερες ιστορίες που έχει γράψει ο ιδρώτας πάνω στα σεντόνια.

1 σχόλιο: