1 Απρ 2008

Τέικ φάιβ

Μιλούσε ένα μείγμα ελληνικών και αγγλικών με τον τρόπο που τα μιλούν οι Έλληνες μετανάστες στην Αστόρια και τη Μελβούρνη. Δεν μιλούσε σαν κάτι ψωνισμένους διαφημιστές που πετάνε κι ένα meeting ή ένα concept και ψαρώνεις ένα πράγμα, απλά υποκρινόταν ότι δεν ξέρει την αντίστοιχη ελληνική λέξη λόγω της αγγλοσαξονικής παιδείας του. Αποτέλεσμα, κάθε λίγο και λιγάκι άκουγες μια αγγλική χωρίς λόγο. Μιλούσε πάντα με Βρετανική προφορά που στο τελείωμα των λέξεων είχε κάτι από Αγουλινίτσα. Αυτός ήταν ο προϊστάμενός μου.

Και σήμερα, "έπρεπε να είχα τελειώσει" όπως πολύ συχνά μου έλεγε. Κοστολογήσεις. Το χειρότερό μου. Ποτέ δεν ήμουν καλός με τους αριθμούς. Να πουλήσω, ναι. Όταν όμως έπρεπε να κάνω τα κόστη, να τα συμφωνήσω πρώτα μαζί του κι έπειτα με την οικονομική διεύθυνση πάθαινα κατάθλιψη. Γι' αυτό το ανέβαλα συνεχώς, γι' αυτό καθυστερούσα συστηματικά, γι' αυτό με κατσάδιαζε καθημερινά. Σημειωτέον, το γεγονός ότι αφήνω τα κόστη για την τελευταία στιγμή ήταν η πρώτη εντύπωση που είχε για μένα και ως γνωστόν ποτέ δεν έχεις μια δεύτερη ευκαιρία για μια καλή πρώτη εντύπωση.

Με λίγα λόγια με αντιπαθούσε. Αυτή τη φορά είχα καθυστερήσει πάλι, όχι πολύ βέβαια γιατί είχα κάνει όλη αυτή την άχαρη δουλειά μέσα σε δέκα λεπτά. Μπαίνω στο γραφείο του, ήταν στο facebook και εργαζόταν σκληρά.
"Τα κόστη" του λέω.
"Την προηγούμενη φορά ήταν ένα mess" μου λέει με τα μάτια στο facebook.
(Θα την φάει την σφαλιάρα σκέφτομαι).
"Μια χαρά ήταν" του λέω.
"Δεν ήταν" μου λέει.
"ΕΝΙΓΟΥΕΪ" του λέω "τώρα είναι".
"Xμμ... Θέλω να τα ξανακοιτάξεις" μου λέει με την ηλίθια προφορά του. "Τake five" και γυρίζει και με κοιτάζει με αυτό το ύφος που λέει "τώρα σε καψωνάρω και δεν μπορείς να μου πεις και τίποτα γιατί είσαι κότα".

Τον κοιτάζω. Βράζω.
Με κοιτάζει. Χαμογελά χαιρέκακα.

"Τέικ φάιβ εσύ" του λέω και του τα δείχνω κιόλας, μήπως και δεν κατάλαβε.